- σφιχτά
- Νεπίρρ. βλ. σφιχτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφιχτός — ή, ό / σφίγκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και σφικτός, ή, ό Ν 1. αυτός που σφίγγει, που περιβάλλει κάτι πιεστικά, που συσφίγγει (α. «σφιχτό παπούτσι» β. «σφιχτός κόμπος» γ. «σφιγκτότεροι τοῡ δέοντος οἱ ἐπίδεσμοι», Παύλ. Αιγ.) 2. καλά σφιγμένος (α. «σφιχτή… … Dictionary of Greek
γαντζώνω — 1. πιάνω κάτι με γάντζο 2. πιάνω κάτι σφιχτά με τα χέρια ή τα νύχια 3. κρατιέμαι σφιχτά από κάποιον ή κάτι («γαντζώθηκα απάνω της») … Dictionary of Greek
διασφηκούμαι — διασφηκοῡμαι ( όομαι) (Α) 1. γίνομαι σαν σφήκα, σφίγγομαι στη μέση («εἶτα θαυμάζει μ ὁρῶν μέσον διεσφηκωμένον») 2. δένω σφιχτά («θῶρα κυβερνητῆρα διεσφήκωσε χαλινῷ» έδεσε σφιχτά με χαλινάρι το άγριο ζώο, το δεμένο στο αμάξι) … Dictionary of Greek
εντυπάς — ἐντυπάς (Α) επίρρ. δυνατά, σφιχτά, εντυπωδώς* (Ευστ.) («ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος» έχοντας καλύψει το σώμα του σφιχτά μέσα στη χλαίνη [ώστε να φαίνονται αποτυπωμένα σ αυτήν τα μέλη του], Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
θύσανος — Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα. (Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά,… … Dictionary of Greek
καταζώννυμι — (Α) 1. ζώνω σφιχτά 2. μέσ. καταζώννυμαι ζώνομαι από πάνω ώς κάτω σφιχτά … Dictionary of Greek
περιτείνω — ΜΑ [τείνω] 1. τεντώνω και απλώνω κάτι ολόγυρα ή πάνω σε κάτι 2. παθ. περιτείνομαι α) τεντώνομαι, εκτείνομαι πολύ β) (για νερό) εξαπλώνομαι («τοῡ ὕδατος περὶ την γῆν περιτεταμένου», Αριστοτ.) γ) καλύπτομαι ολόγυρα από κάτι που είναι τεντωμένο… … Dictionary of Greek
συνερείδω — Α 1. στηρίζω μαζί, συναρμόζω («τοὺς ὀδόντας συνερείδειν», Ιπποκρ.) 2. δένω μαζί σφιχτά («χέρα δεσμοῑς διδύμοις συνερεισθέντες», Ευρ.) 3. είμαι δεμένος σφιχτά («oἱ ὀδόντες συνηρείκασι», Ιπποκρ.) 4. (για στρατιώτες) είμαι τοποθετημένος σε πυκνή… … Dictionary of Greek
σφίγγω — ΝΜΑ 1. περιδένω κάτι σφιχτά ώστε να πιέσει κάτι άλλο ολόγυρα, τυλίγω κάτι σφιχτά (α. «μη σφίγγεις τόσο πολύ τη ζώνη σου» β. «κρημνᾷ ἑαυτὴν σφίγξασα ἐκ τοῡ τραχήλου», λουκιαν.) 2. περιβάλλω και πιέζω κάτι από παντού («ὁ ὠκεανὸς σφίγγει τὴν… … Dictionary of Greek
σφηνώνω — σφήνωσα, σφηνώθηκα, σφηνωμένος 1. στερεώνω με σφήνα: Σφήνωσε το δοκάρι για να μην κουνιέται. 2. βάζω σφιχτά κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή ανάμεσα σε δύο πράγματα: Σφηνώθηκε στην τρύπα ο ποντικός και δεν μπορεί να βγει. 3. αμτβ., κλείνω σφιχτά, μπαίνω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)